Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

του τιμονιού

См. также в других словарях:

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… …   Dictionary of Greek

  • Άρκτος, Μεγάλη — (Αστρον.).Ο γνωστότερος αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, ο οποίος αποκαλείται και Μεγάλη Άμαξα. Απαρτίζεται περίπου από 150 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι. Η κυριότερη ομάδα διαγράφει το σχήμα μιας άμαξας με τιμόνι, με επτά αστέρες, από τους… …   Dictionary of Greek

  • παροιάκιση — η ναυτ. η εκτροπή τού πλοίου από την καθορισμένη πλεύση του από απροσεξία ή κακό χειρισμό τού τιμονιού, τού οίακα, στραβοτιμονιά, παρατιμονιά, στραβοτιμόνιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παροιακίζω. Η λ., στον λόγιο τ. παροιάκισις, μαρτυρείται από το 1887… …   Dictionary of Greek

  • Άρκτος, Μικρή — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Έχει σχήμα άμαξας με τιμόνι, όμοιο σχεδόν με το σχήμα της Μεγάλης Άρκτου, αλλά μικρότερο. Περιστρέφεται κατά την ορθή φορά γύρω από τον Βόρειο Πόλο σαν να στηρίζεται στο ελεύθερο άκρο του τιμονιού.… …   Dictionary of Greek

  • σάγουλα — και σάουλα, η, Ν 1. λεπτό σχοινί 2. ναυτ. κοινή ονομασία λεπτού σχοινιού ποικίλης χρήσεως πάνω στα πλοία (α. «σάγουλες τού γαϊδάρου» σχοινιά που χρησιμεύουν για τη στερέωση φορτίου β. «σάγουλα τής παρκέτας» το λεπτό σχοινί τού δρομομέτρου γ.… …   Dictionary of Greek

  • πρύμη ή πρύμνη — Το πίσω άκρο ενός σκάφους και, κατ’ επέκταση, όλο το πίσω τμήμα, προς διάκριση από το κεντρικό και το πρωραίο. Η δομή της π. ποικίλλει ανάλογα με το αν τα πλοία είναι από ξύλο ή από σίδερο. Στα πρώτα, βασικό στοιχείο είναι το ποδόσταμο της π.,… …   Dictionary of Greek

  • στρίψιμο — το 1. αλλαγή πορείας: Στρίψιμο του αυτοκινήτου. 2. στροφή, γύρισμα: Στρίψιμο του τιμονιού. 3. συστροφή, κλώσιμο: Στρίψιμο του νήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οιακοστρόφιο(ν) — το [οιακοστρόφος] ναυτ. χειροκίνητος τροχός ο οποίος περιστρεφόμενος μετακινεί τον οίακα και έτσι στρέφει το πηδάλιο τού πλοίου δεξιά ή αριστερά, κν. ρόδα τού τιμονιού …   Dictionary of Greek

  • οιακόσχοινο — το ναυτ. κομμάτι σχοινιού με το οποίο ο πηδαλιούχος έλκει τον οίακα όταν θέλει να στρέψει το πηδάλιο τού σκάφους, κν. σάγουλα τού τιμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «πηδάλιο» + σχοινί] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»